-
1 προσκαλεω
(чаще med.)1) звать, призывать, вызывать(τινα Soph., Thuc., Plat. etc.; med.: τινα εἰς τέν πολιτείαν Plut., εἰς μαρτυρίαν Dem. или μάρτυρα Plut.)
2) вызывать в суд, привлекать к судебной ответственностиπροσκαλεῖσθαί τινα ὕβρεως Arph. — подавать на кого-л. в суд за оскорбление;
δίκην προσκαλέσασθαί τινος Lys. — вызвать в суд по какому-л. делу;ὅ προσκληθείς Dem. — ответчик
См. также в других словарях:
προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… … Dictionary of Greek